H αληθινή ιστορία του Βασιλείου Χουτόπουλου – Πηγή εμπνεύσεως και δύναμης

«Οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερὰ, οὐδ’ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην ὅτῳ ἂν στοιχήσω ˙ ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν ˙ καὶ τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν παραδέξωμαι … ˙ καὶ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω…» .
Όρκος των Αθηναίων Εφήβων.

Οι μετάνοιες, η πτώση και η Έξοδος.

Αυτά τα δυνατά, φοβερά λόγια που αναγράφονται στο εξώφυλλο είναι ο όρκος που έδιναν οι Αθηναίοι έφηβοι κατά την ενηλικίωσή τους, όταν γίνονταν 18 ετών και έπαιρναν τα όπλα τους˙ σε απόδοση στην σύγχρονη καθομιλουμένη γλώσσα έχει ως εξής: «Δεν θα ντροπιάσω τα ιερά όπλα, ούτε θα εγκαταλείψω τον συμπολεμιστή μου, με οποιονδήποτε κι αν ταχθώ στη γραμμή˙ θα αμυνθώ και για τα ιερά και τα όσια και μόνος και μαζί με πολλούς και την πατρίδα δεν θα παραδώσω μικρότερη, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη απ’ όση την παρέλαβα και θα τιμήσω τα πατροπαράδοτα ιερά.
Και έχει εδώ την θέση του αυτός ο όρκος.

Το 1924 γεννήθηκε στο Ναύπλιο ο Βασίλης Χουτόπουλος˙ όπως απέδειξε με την αντίστοιχη ζωή του ανατράφηκε με κυρίαρχες αξίες την υπευθυνότητα, την συνέπεια και την αίσθηση τού καθήκοντος, που συνδυάζονταν με ένα σεμνό υψηλό φρόνημα˙ ταυτόχρονα έζησε από μικρός την απλή Χριστιανική πίστη των καθαρών ανθρώπων με την αγάπη στον Θεό και στον κάθε άνθρωπο, ενώ αναπτύχθηκε στην ψυχή του δυνατή φιλοπατρία ανάλογη εκείνης τού όρκου των Αθηναίων Εφήβων, που αναφέρεται παραπάνω˙ και τα λόγια, τα μηνύματα αυτού τού όρκου, ως αυτοφυή, είχαν ριζωθεί στην αντρική ψυχή του. Και έτσι αναπτύχθηκε ως προσωπικότητα ο Βασίλης Χουτόπουλος, έτσι όπως τον γνωρίσαμε: Ευσταλής και ευθυτενής, αληθινά λεβεντάνθρωπος, χωρίς ίχνος έπαρσης, αλλά πάντα ευγενής, φιλικός, ευπροσήγορος, σοβαρός και ευχάριστος ταυτόχρονα, δεχόταν και άκουγε οποιονδήποτε τον πλησίαζε, έτοιμος πάντα να ακούσει τον κάθε “άλλον” ως “τον πλησίον”. Όποιος και να τον συναντούσε , αισθανόταν ότι μπορούσε να τον εμπιστευθεί˙ αμέσως. Η βαθειά, ζεστή φωνή του συμπλήρωνε την εικόνα τής παρουσίας του, που έμοιαζε αυστηρή, αλλά ταυτόχρονα απέπνεε συμπάθεια. Αυτοί που το ζήσαμε, θα θυμόμαστε πάντα τον ήχο τής φωνής του όταν απήγγειλε στον Ιερό Ναό τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου στο Μάτι το “Σύμβολο τής Πίστεως” (κοινώς “το Πιστεύω”)˙ με απλήν ευλάβεια, καθαρά και λιτά, δίχως ειδικό χρωματισμό τής προφοράς ή χροιάν απαγγελίας, εκφωνούσε δυνατά και ήρεμα την Ομολογία, με τρόπο που φανέρωνε ότι το απήγγελλε από το βάθος τής καρδιάς του, ολόψυχα και εκ μέρους όλου τού εκκλησιάσματος .

Μα και κάπως έτσι ήταν και ως προσωπικότητα στην όλη ζωή του ο Βασίλης Χουτόπουλος: Ήρεμος και απλός , με μιαν εσώτερη δύναμη , δύναμη που αναδυόταν από την βίωση και την εγκατοίκηση τού βάθος τού εσχάτου πυθμένος, στον οποίο βρέθηκε αναπάντεχα και ενώ εκπλήρωνε ευσυνείδητα και ολοπρόθυμα το καθήκον του προς την Πατρίδα. Ήταν 6/6/1949 η ημέρα που ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πεζικού τού 597 Τάγματος Πεζικού ΧΟΥΤΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, όπως αναφέρεται στην σχετική Πρόταση τής Διοικήσεως τού Τάγματος αυτού για προαγωγή του επ’ ανδραγαθία, “παραλαβών περίπολον Μάχης εξήλθεν επί κεφαλής ταύτης προς εξουδετέρωσιν” ομάδων σαμποτέρ – ανταρτών στην περιοχή τού Γράμμου. Όπως ειδικότερα περιγράφεται στο παραπάνω έγγραφο (Ε.Π. 1528/Φ. 105/ΒΙ. προς την 77 Ταξιαρχία) ο Βασίλης Χ. διοικούσε την περίπολο πλήρης θάρρους και ψυχραιμίας “επιδεικνύων ετοιμότητα και ευστροφίαν πνεύματος …… , βαδίζων πρώτος εν μέσω παγιδευμένου εδάφους, προσπαθών μετ’ αυταπαρνήσεως να επιτύχει τού σκοπού του˙ ολισθείσας προσέκρουσεν επί εχθρικής νάρκης, ακρωτηρισθέντων των άνω άκρων και καταστραφέντων των οφθαλμών του. Παρ’ όλα ταύτα μέχρι τής τελευταίας στιγμής παρώτρυνε τούς άνδρας να μην απασχολούνται με αυτόν, αλλά να συνεχίσουν τον σκοπόν των”. Η αναφορά έχει ημερομηνία 7 Αυγούστου 1949, ένα μήνα μετά την ημέρα, που ο Βασίλης συμπλήρωσε τα 25 χρόνια του.

Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε τι σήμαινε αυτό για τον Βασίλη, που τότε ήταν ένας νέος άνθρωπος, με αρκετά καλές σπουδές (εγγεγραμμένος μάλιστα ήδη ως φοιτητής στην Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών), είχε προσληφθεί ως υπάλληλος σε υποκατάστημα τής “Εθνικής Τράπεζας” στον τόπο του, θα είχε και αυτός τα όνειρά του και ξαφνικά χάνει τα μάτια του και τα δύο χέρια του, καταστρέφονται το τύμπανο τού ενός αυτιού και τα αισθητήρια τής όσφρησης. Ο Θεός όμως που επέτρεψε να συμβεί αυτό, τού έδωσε και ανθρώπους που τού συμπαραστάθηκαν: αρχικά τούς γονείς του που στάθηκαν δίπλα του λαμπάδες ακοίμητες, αλλά και την σύζυγό του Ευαγγελία (το γένος Λαμπρίδου), η οποία επί πενήντα δύο (52) χρόνια μέχρι και τον θάνατό του, τον στήριξε με όλες της τις δυνάμεις, συντονισμένη κατά τρόπο θαυμαστό στην δική του συχνότητα, φωτεινή, άγρυπνη, στοργική, αποτελεσματική. Ιδιαίτερη σημασία έχει η στάση τού Βασίλη Χουτόπουλου απέναντι σ’ αυτήν την οδυνηρή ανατροπή τής πορείας τής ζωής του : επί 66 χρόνια που διήρκεσε αυτή η δύσκολη και ανηφορική διαδρομή, δεν γόγγυσε καθόλου, δεν είπε ποτέ «γιατί να μού τύχει αυτό;» . Αντίθετα έλεγε κάτι που για μάς, που παρακολουθούσαμε “από τις κερκίδες”, ακούγεται μεγαλειώδες, κάτι που έδειχνε την ψυχική δύναμή του , αλλά και την παρουσία τού Θεού στην ζωή του: «Ναι αυτό που μού συνέβη είναι δύσκολο και δυσβάσταχτο˙ δοξάζω όμως τον Θεό που μού δίνει την δύναμη να το αντέχω».

Αντίστοιχη ήταν και η κατά τα λοιπά συμπεριφορά του προς όλους, όπως και παραπάνω γενικώς αναφέραμε: ευγενής, ευπροσήγορος, ήπιος, σοβαρός και ευχάριστος ταυτόχρονα, δεχόταν και άκουγε οποιονδήποτε τον πλησίαζε, ό,τι και αν τού έλεγε ή τού ζητούσε. Ήταν έτοιμος, πρόθυμος να βοηθήσει αυτούς που είχαν ανάγκη˙ χωρίς φειδώ, άνετα, γενναιόδωρα και χωρίς να επιβαρύνει τον ευεργετούμενο με την αίσθηση τής “υποχρέωσης”, τού έδινε όσα τού χρειάζονταν˙ αρκεί να είχε πεισθεί (χωρίς όμως υποτιμητικές ανακρίσεις τού ευεργετουμένου) ότι πραγματικά “τα είχε ανάγκη”. Με ανοιχτή την καρδιά του προς όλους ήταν διατεθειμένος να ακούσει τον κάθε “πλησίον” και να τού ειπεί καλό και σοφό λόγο, πάντα χωρίς κολακείες˙ μάλιστα η ειλικρίνεια και η ευθύτητά του, ιδιαίτερα σε ζητήματα υπηρεσιακής τάξεως και λειτουργίας στις επικοινωνίες του με τις αρχές, μπορούσαν κάποιους και να τούς ενοχλήσουν˙ δεν θα τα έλεγε ποτέ “τσεκουράτα”, με οξύτητα ή ένταση, αλλά πάντοτε ευγενικά και με ήπιο τόνο, πλην την αλήθεια θα την έλεγε, χωρίς να διστάσει, καθαρά, σε όποιον και αν απευθυνόταν, ακόμη σε Υπουργό ή σε άλλους και υψηλόβαθμους λειτουργούς˙ στους τελευταίους μπορεί να ήταν πιο “ηχηρές” οι απόψεις και οι παρεμβάσεις του, καθώς άλλωστε, παρά την σεμνότητά του, τούς μιλούσε “αφ’ υψηλού”, από το ύψος τού βάθρου τής χάριν τής Πατρίδος αναπηρίας του. Αντίθετα ο Βασίλης Χουτόπουλος δεν θα διαμαρτυρόταν ποτέ στους κοντινούς του για προσωπικά θέματα˙ για το φαγητό, το ντύσιμό του, τον χώρο του κ.λπ. . Χωρίς ποτέ να γίνεται αστείος ή ελαφρύς, διάνθιζε ως επί το πλείστον τον λόγο του με χιούμορ˙ ακόμα και αν έπρεπε να ζητήσει κάτι που παραλείψανε ή να διορθώσουν κάτι που χρειαζόταν διόρθωση, θα το έλεγε έτσι ώστε να ακουσθεί χωρίς αιχμές, όσο το δυνατόν πιο διακριτικά.

Συνέβη να γνωρίζω την περιπέτειά του από μικρός, αν και εξ αποστάσεως: ο πατέρας μου από τα πολύ μικρά μου χρόνια μού ανέφερε το φοβερό συμβάν που συνέβη στον “θείο τον Βασίλη” και την ηρωική θυσία του και μάς συζητούσε την περιπέτειά του συχνά˙ έτσι όταν αργότερα, αρκετά μεγαλωμένος πιά, τον συνάντησα από κοντά, δεν αιφνιδιάσθηκα, μολονότι ήταν αδύνατο να μην σε συγκλονίσει το γεγονός ότι αυτός ο ήρεμος, άνετος, εύχαρης λεβεντάνθρωπος δεν έβλεπε, και είχε τα χέρια του κομμένα και τα δύο, από τον αγκώνα και κάτω, είχε αναπηρίες˙ και όμως έμοιαζε ως εάν να μην τον ένοιαζε. Σε κάποια περίπτωση που τον συνόδευα , ενώ βαδίζαμε δεν πρόσεξα να τού ειπώ εγκαίρως για ένα κλαδί δέντρου που ήταν στην πορεία του˙ χτύπησε το κεφάλι του στο κλαδί με αρκετή δύναμη, χωρίς ευτυχώς άλλες συνέπειες˙ δεν είπε τίποτε αρνητικό ή επιτιμητικό , ούτε διαμαρτυρήθηκε, μόνο λίγο μετά ανέφερε απλά ότι, δυστυχώς όσοι τον συνοδεύουν, πρέπει να βλέπουν και γι’ αυτόν και να τον ειδοποιούν εγκαίρως˙ μιλάμε για δυνατό χτύπημα που ντρέπομαι σαν το θυμάμαι˙ δεν διαμαρτυρήθηκε˙ μα καλά – καλά ούτε “ωχ” δεν είπε .

Έχοντας, όπως προαναφέραμε, την προθυμία πάντα να βοηθήσει συνέτρεχε ο Βασίλης Χουτόπουλος και αρκετά φιλανθρωπικά Σωματεία πάντα με διακριτικότητα και αφανώς˙ λόγω τής πυκνής πνευματικής αναστροφής του με τον πατέρα Νικόλαο Κουμεντάκη και λόγω τής φιλίας του με δύο άλλους ευεργέτες τού Σωματείου «“ΒΗΘΕΣΔΑ” Μέριμνα γα τον Ανάπηρο» το ζεύγος Αλέξανδρο και Δέσποινα Γαβριήλ , συνδέθηκε στενά με το Σωματείο αυτό, μολονότι ηθελημένα δεν έγινε ποτέ μέλος του, διότι πίστευε ότι δεν πρέπει πρόσωπα με αναπηρία να καθίστανται μέλη τής “ΒΗΘΕΣΔΑ” και να μετέχουν στο Διοικητικό Συμβούλιό της, προκειμένου η κρίση τού τελευταίου να μην επηρεάζεται από υποκειμενικούς παράγοντες. Βέβαια δεν μπόρεσε να αποφύγει την έκφραση ευγνωμοσύνης τού Σωματείου αυτού και τον Ιανουάριο τού 1990, ανακηρύχθηκε “επίτιμο μέλος του για την επί σειρά ετών ηθική, αλλά και υλική συμπαράστασή του σε αυτό”˙ αργότερα, στις 5 Μαρτίου 2005 τού απονεμήθηκε από την “ΒΗΘΕΣΔΑ” σε εκδήλωση προς τιμήν των πρωτεργατών και των ευεργετών της, και τιμητική περγαμηνή.
Και φθάνουμε στον Αύγουστο τού 2015˙ έχει έλθει η ώρα τής αναχώρησης. Τον Δεκαπενταύγουστο μάλιστα στην γιορτή τής “Κοιμήσεως”, ο Βασίλης μετέλαβε, ανέφερε δε κάτι για διαρκή ετοιμότητά μας “προς αναχώρησιν”˙ λίγες ημέρες μετά, ενώ κάνει τις “μετάνοιές” του για την βραδυνή προσευχή του , πέφτει και χτυπάει στο κεφάλι˙ μεταφέρεται στο Νοσοκομείο˙ αντιμετωπίζει τα πάντα όπως πάντα ήρεμα, ατάραχα με ευχάριστη διάθεση και με εμπιστοσύνη στον Θεό και το σχέδιό Του. Γύρω στις 29 Αυγούστου εμφανίζει επιπλοκές στο πνευμονικό – αναπνευστικό σύστημα και πολύ γρήγορα, στις 31 Αυγούστου 2015 περί ώραν 14:00 όλα τελειώνουν ήσυχα και οριστικά: ο Βασίλειος Χουτόπουλος μεταγράφεται στην Θριαμβεύουσα Εκκλησία.

Ας επιτραπεί να εκφράσουμε την πεποίθηση ότι ο Τριαδικό Θεός μας, Αυτός που είναι η Αυτοαγάπη και Αυτός που τού έδωσε την δύναμη τόσα χρόνια να αντέξει στον πανθομολογουμένως δύσκολο δρόμο τής πολλαπλής αναπηρίας, Αυτός ως Οικτίρμων και Παντελεήμων, με το άπειρο Έλεός Του, προσέλαβε τον Βασίλειο Χουτόπουλο και τον έχει αναπαυμένο στα δεξιά Του, μετά των Αγίων Του.

Είθε ,
Αμήν.

Νέα Σμύρνη, Μάϊος 2016
Χρίστος Γ. Χουτόπουλος

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

[mc4wp_form id='439']